αἱρετικά

αἱρετικά
αἱρετικός
able to choose
neut nom/voc/acc pl
αἱρετικά̱ , αἱρετικός
able to choose
fem nom/voc/acc dual
αἱρετικά̱ , αἱρετικός
able to choose
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αἱρετικάς — αἱρετικά̱ς , αἱρετικός able to choose fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… …   Dictionary of Greek

  • ησυχασμός — (quietismus). Μυστικιστικό κίνημα που αναπτύχθηκε τον 16o και κυρίως τον 17ο αι. στη Δύση και ιδιαίτερα στην Ισπανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Σκοπός των οπαδών του κινήματος ήταν να επιτύχουν την απόλυτη και παθητική εγκατάλειψη της ψυχής… …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • Βασιλόπουλος, Μπαλάνος — (17ος αι.). Λόγιος, κληρικός και ποιητής. Γεννήθηκε στα Ιωάννινα και υπήρξε μαθητής του Μεθόδιου Ανθρακίτη. Το 1720 έγινε συνδιδάκτωρ του δασκάλου του και αργότερα τον διαδέχτηκε. Ο Β. έγραψε πολλά έργα, που τα κατέστρεψαν γιατί τα θεώρησαν… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδώρητος Κύρου — (Αντιόχεια, Συρία 393; – Κύρος, Συρία 466;). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Έγινε επίσκοπος Κύρου Συρίας (423) παρά τη θέλησή του και διακρίθηκε για τους αγώνες του κατά της διδασκαλίας του Απολλινάριου. Ήταν φίλος του Νεστόριου, του οποίου την… …   Dictionary of Greek

  • Ίβας ο Εδέσσης — (; – 457 μ.Χ.). Επίσκοπος Εδέσσης Συρίας (435 457). Ήταν δάσκαλος στην τοπική σχολή και ασπαζόταν τον νεστοριανισμό. Η θεολογική του ιδεολογία ταυτιζόταν με εκείνη του Διόδωρου (επίσκοπου Ταρσού), του Θεόδωρου του Μοψουεστίας και κυρίως του… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Καικιλιανός — (3ος 4oς αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Καρχηδόνας. Το 311 διαδέχθηκε τον επίσκοπο Μενσούριο. Κατέκρινε ως αντιχριστιανική την προσέλευση πολλών χριστιανών στο μαρτύριο κατά τους διωγμούς του Διοκλητιανού. Επειδή κατηγορήθηκε από πολλούς κληρικούς… …   Dictionary of Greek

  • κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”